- ἐξαδιαφόρησις
- ἐξαδιαφόρ-ησις, εως, ἡ,A utter indifference to,
τῶν ἀδιαφόρων Id.1.509
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν ἀδιαφόρων Id.1.509
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξαδιαφόρησις — ἐξαδιαφόρησις, η (Α) [εξαδιαφορώ] πλήρης αδιαφορία … Dictionary of Greek
ἐξαδιαφόρησις — utter indifference to fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)